μεταδόσιμος

μεταδόσιμος
-η, -ο (Α μεταδόσιμος, -ον) [μετάδοση]
(για νόσημα) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί, μεταδοτικός, κολλητικός
νεοελλ.
(για είδηση, πληροφορία κ.λπ.) αυτός τού οποίου η μετάδοση είναι δυνατή ή επιτρέπεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόσιμον
βεβαίωση, πιστοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταδοσιμότητα — η [μεταδόσιμος] (για νόσημα) μεταδοτικότητα, κολλητικότητα, μολυσματικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”